- τρίβασμος
- τρί-βασμος [pron. full] [ῐ], ὁ,A flight of three steps, Inscr.Prien.159.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριβασμός — ο, Ν βλ. τριβαδισμός … Dictionary of Greek
τριβαδισμός — και τριβασμός, ο, Ν λεσβιασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tribadisme (< tribade < τριβάδα) + ισμός*] … Dictionary of Greek